Αν θες να γνωρίσεις την ψυχή των ανθρώπων της Κριτσάς θα πρέπει να γνωρίσεις την «ψυχή» του τόπου τους
Κριτσά
Μόνο μέσα από την συνεξάρτηση του φυσικού περιβάλλοντος, του κλίματος των δράσεων και των συμπεριφορών των ανθρώπων θα κατανοήσεις τον χαρακτήρα και την ψυχή των Κριτσωτών. Η Κριτσά είναι μια ξεχωριστή κοινωνία ανθρώπων με δική της παραγωγή πολιτισμού, δική της παράδοση και δική της ντοπιολαλιά. Ο τόπος των ανθρώπων της υψώνεται σταδιακά «από το μέρος του ήλιου» και τη θάλασσα ως τις πιο ψηλές κορφές της Δίκτης προς τη Δύση δημιουργώντας στα διάμεσα δύο γεωλογικές επίπεδες «στάσεις», μια στον κάμπο της Κριτσάς με την Κριτσά χτισμένη στο βάθος, πλάι στα άφθονα πηγαία νερά και το μεγάλο καρπερό ελαιώνα και άλλη μια στο οροπέδιο του Καθαρού. Η ευκρασία των φυσικών εναλλαγών του τόπου και του υψομέτρου καθορίζει τελικά και την ψυχή των ανθρώπων, μια ψυχή τραχιά και φιλάνθρωπη συνάμα, μια ψυχή βουνίσια, ακατέργαστη, αετίσια και χαΐνικη μα ταυτόχρονα καμπίσια και άγια, γαλάζια κι ανάλαφρη σαν τον αφρό του Μεραμπελιώτικου γιαλού!
Λαϊκός πολιτισμός και παράδοση
Παρά την επέλαση του σύγχρονου τρόπου ζωής στη σημερινή Κριτσά, η γνήσια τοπική παράδοση αντέχει!Επιβιώνει στην πατροπαράδοτη παραγωγή αγαθών, στην καθημερινή διατροφή, στις συνήθειες και στο ντύσιμο των παππούδων και των γιαγιάδων, στα ήθη, στα έθιμα, στις γιορτές, στα πανηγύρια, στην λαϊκή τέχνη. Μπορεί να σταμάτησε η επί δεκαετίες αναπαράσταση του Κρητικού Γάμου, όμως ο παλιός παραδοσιακός κρητικός γάμος με το ψείκι, το γαμήλιο γλέντι και τη λύρα, είναι σχεδόν μονόδρομος και για τα σημερινά ζευγάρια. Στα πανηγύρια και στις θρησκευτικές τελετές οι λαϊκοί χοροί και τα παλιά λατρευτικά έθιμα ζωντανεύουν με λαμπρότητα και ειλικρίνεια. Η Κριτσά αποτελεί τυπικό παράδεισο της ζωντανής λαϊκής παράδοσης στην Κρήτη και διατηρεί σε σημαντικό βαθμό ακόμη αναλλοίωτη την παλιά αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της.
“Το κλεφτοχώρι” της Τουρκοκρατίας
Αδιάκοπη είναι η παρουσία ανθρώπων στο χώρο της Κριτσάς τουλάχιστον από τα ιστερομινωικά χρόνια και μετά. Θεωρείται βέβαιη η ακμή της στα Βυζαντινά χρόνια. Aν και ερημώθηκε από τους Άραβες (823), κατοικήθηκε ξανά το 961 και γνώρισε νέα άνθηση στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (13ος και 14ος αιώνας). Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Κρήτης καθόλο το Μεσαίωνα. Το 1867 έγινε έδρα Δήμου που συμπεριλάμβανε τον Κρούστα, την Πρίνα, το Καλό Χωριό, το Μαρδάτι, τον Άγιο Νικόλαο, τα Μέσα Λακώνια και τις Τάπες. Το 1925 έγινε κοινότητα και από το 1998 αποτελεί ένα από τα 14 δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου Αγίου Νικολάου.
Η Μάχη της Κριτσάς – Η Κριτσωτοπούλα
Μεγάλη υπήρξε η συνεισφορά των Κριτσωτών στους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης και ξεχωριστή είναι η προσφορά των Τουρκομάχων καπετανέων – Αλεξομανώλη, Κοζύρη, παπά – Πόθου, καπετάν Ταβλά. Στη διήμερη μάχη της Κριτσάς που έγινε κοντά στη Λατώ οι Κριτσώτες εισέπραξαν βαρύ τίμημα. Το χωριό πυρπολήθηκε και καταστράφηκε (Ιανουάριος 1823). Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε και η γενναία αντάρτισσα, η θρυλική Κριτσωτοπούλα.
Λατώ
Μια από τις σημαντικότερες πόλεις- κράτη των Δωριέων στην Κρήτη, αν και προϋπήρχε μάλλον της «καθόδου των Δωριέων» ήταν η Λατώ. Η Λατώ είναι κτισμένη πάνω στο διάσελο δυο λόφων σε φυσικά οχυρή και στρατηγική θέση που ελέγχει το πέρασμα από την κεντρική στην ανατολική Κρήτη και της παρείχε προστασία από τυχόν επιδρομές αλλά και εποπτεία μιας μεγάλης περιοχής του κόλπου Μεραμβέλλου. Σε πινακίδες της γραμμικής Β΄ γραφής αναφέρεται ίσως ως RA – TO. Πήρε το όνομά της από τη Λητώ (δωρικός τύπος το Λατώ), την μητέρα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, αν και κυριότερη θεά της πόλης ήταν η Ειλείθυια, η οποία εικονιζόταν και στα νομίσματα. Από τη Λατώ καταγόταν ο ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Νέαρχος.
Από τη βόρεια ακρόπολη της Λατούς στον ψηλότερο λόφο, που έχει υψόμετρο 395 μ. μπορούσε να δει κανείς όλη την περιοχή της επικράτειας των Λατίων, στην οποία περιλαμβάνονταν οι σημερινές περιοχές του Αγίου Νικολάου, της Κριτσάς και του Κρούστα με το οροπέδιο Καθαρού, του Καλού Χωριού και της Πρίνας. Συνόρευε στα βόρεια με την επικράτεια των Ολουντίων, στα βορειοδυτικά με την επικράτεια των Δρηρίων, στα δυτικά με την επικράτεια των Λατίων, στα νότια με τις αρχαίες πόλεις Μάλλα (σήμ. Μάλλες), Ώλερο (σήμ. Μεσελέροι) και Ιεράπυτνα (σήμ. Ιεράπετρα) και τέλος στα ανατολικά με την πόληΙστρώνα (σήμ. Καλό Χωριό). Γύρω από το άστυ υπήρχαν νεκροταφεία, μικρά φρούρια για τον έλεγχο της επικράτειας, ιερά, μικρές κώμες και εγκαταστάσεις εξαρτημένων καλλιεργητών ή βοσκών. Επίνειό της θεωρείται η πόλη Καμάρα (σήμερα Άγιος Νικόλαος) που ονομάστηκε έτσι προφανώς εξαιτίας κάποιου αψιδωτού ή θολωτού κτηρίου.
Παρόλο που τα ορατά οικοδομικά λείψανα στο αστικό κέντρο των Λατίων ανήκουν στον 4ο και 3ο αι. π.Χ., περίοδος ακμής της πόλης, η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως και παλαιότερα ευρήματα. Ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. υπήρχε οργανωμένος οικισμός, ο οποίος πιστοποιείται τόσο από τα κινητά ευρήματα όσο και από το γεγονός ότι η αγορά και τα δημόσια κτήρια που αποκαλύφθηκαν θεωρήθηκαν ως τυπικό δείγμα αρχαϊκής αγοράς. Επιπλέον η έρευνα απέδειξε ότι στην ευρύτερη περιοχή υπήρχε κατοίκηση ήδη από τη μινωική περίοδο. Στο κοντινό χωριό Κριτσά αποκαλύφθηκαν θαλαμοειδείς τάφοι Υστερομινωικής ΙΙΙ περιόδου (14ος – 13ος αι. π.Χ.). Σε μικρή απόσταση από το χώρο ερευνήθηκαν δυο θολωτοί τάφοι, οι οποίοι θεωρούνται υστερομινωικοί έως πρωτογεωμετρικοί. Στο ύψωμα Θύλακας ερευνήθηκε ιερό που ανήκει κυρίως στη γεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο και θεωρήθηκε «απόγονος» μινωικού ιερού κορυφής.
Δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες για την ιστορική διαδρομή της πόλης, όπως γενικά όλων των πόλεων της Κρήτης των ιστορικών χρόνων. Η σημαντικότερη γνωστή προσωπικότητα που κατάγεται από τη Λατώ είναι ο Νέαρχος (περίπου 360 – 312 π.Χ.) ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε ψηφίσματα που εκδόθηκαν το 204 π.Χ. με παρέμβαση του βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Ε΄, για αναγνώριση ασυλίας στο ιερό του Διονύσου και προστασία των πολιτών της μικρασιατικής πόλης Τέω από κρητικές πειρατικές επιδρομές, αναφέρονται δύο πόλεις «Λατίων» και «Λατίων των προς Καμάρα». Αυτό οδήγησε στην άποψη ότι υπήρχαν δύο πόλεις ανεξάρτητες με ισχυρούς δεσμούς. Σήμερα είναι περισσότερο αποδεκτή η άποψη ότι πρόκειται για μια πόλη, τη Λατώ, με επίνειο την Καμάρα που λανθασμένα επικράτησε να ονομάζεται Λατώ προς Καμάρα. Μάλιστα, στα τέλη του 3ου/αρχές 2ου αι. π.Χ. πιθανόν λόγω ανάπτυξης της ναυτιλίας και του εμπορίου, αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη δύναμη και σημασία από τη μεσόγεια πόλη, που σιγά σιγά εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της που μεταφέρονται στο επίνειο, φαινόμενο γνωστό και στη νεότερη εποχή.
Μέσα από επιγραφικές μαρτυρίες διαπιστώνεται η ύπαρξη ροδιακής στρατιωτικής δύναμης στην πόλη μετά από σύγκρουση Κρητών και Ροδίων στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και τον καθορισμό συνόρων με τις όμορες πόλεις Ιεράπυτνα και Λύττο στην ίδια περίοδο. Συνυπογράφει επίσης με άλλες κρητικές πόλεις συνθήκη με το βασιλιά Ευμένη Β΄ της Περγάμου. Στις αρχές του 2ου αι. καταλαμβάνει τη γειτονική Ιστρώνα(σημερινό Καλό Χωριό) και στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα συγκρούεται με την Ολούντα και την Ιεράπυτνα, σταθεροποιώντας τα σύνορά της. Οι συνθήκες που καθόρισαν τόσο τα δυτικά όσο και τα ανατολικά όρια της πόλης διασώζουν ενδιαφέροντα κατάλογο τοπωνυμίων. Αποτέλεσε μια από τις τελευταίες κατακτήσεις του Ρωμαίου στρατηγού Μέτελλου και η παρουσία των Ρωμαίων δε φαίνεται να ήταν έντονη στην πόλη. Η ζωή συνεχίστηκε και στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, η Καμάρα όμως δεν απέκτησε τη σημασία άλλων πόλεων, όπως η Ιεράπυτνα, η Λύττος και η Ολούς.
O ΄Αγγλος ναύαρχος Th. Spratt στο έργο του «Travels in Crete» του 1865ανέφερε ότι εντόπισε τα ερείπια της αρχαίας πόλης στο λόφο του Γουλά, ταύτισε όμως λανθασμένα τα ερείπια με την Ολούντα ή την ΄Ολερο. Το χώρο επισκέφθηκαν οι αρχαιολόγοι F. Halbherr, L. Mariani και A. Taramelli που αναγνώρισαν στα ερείπια την αρχαία Λατώ. Το 1894-6 ο Α. Evans έκανε μικρής κλίμακας έρευνες στην περιοχή. Η συστηματική έρευνα αρχίζει το 1899-1901 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή με τον J. Demargne και επαναλαμβάνεται το 1968 ως τη δεκαετία του 1970 από τους P. Ducrey, O. Picard και Β. Χατζημιχάλη.
* Συντάκτης: Βίλη Αποστολάκου, αρχαιολόγος (από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού)
Παναγία Κερά
Ο διάσημος για την ποιότητα των τοιχογραφιών του ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γνωστός ως Παναγία Κερά, βρίσκεται 1 χλμ. πριν από την Κριτσά. Είναι τρίκλιτος ναός, με τρούλο στο κεντρικό κλίτος της Παναγίας. Το βόρειο κλίτος είναι του Αγίου Αντωνίου και το νότιο της Αγίας Άννας. Τα κλίτη ιδρύθηκαν σε διαφορετικές περιόδους.
Αρχαιότερο (του 13. Σι) είναι το κεντρικό κλίτος. Οι τοιχογραφίες του εικονίζουν σκηνές από τα Ευαγγέλια. Οι μορφές είναι αυστηρές και επιβλητικές αρχαΐζουσας τεχνοτροπίας. Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης ήταν η Πλατυτέρα. Στην καμάρα του Βήματος εικονίζεται η πολυπρόσωπη Ανάληψη και χαμηλά πίσω οπό την Αγία Τράπεζα, οι συλλειτουργούντες αρχιερείς. Στον τρούλο εικονίζονται τέσσερις; άγγελοι και από κάτω τέσσερις εορτές από το Δωδεκάορτο (Βάπτιση, Υπαπαντή, Έγερση Λαζάρου και Βαϊοφόρος. Στο τύμπανο είναι δώδεκα προφήτες και στα σφαιρικά τρίγωνα οι Ευαγγελιστές. Στη δυτική καμάρα σε οχτώ μεγάλους πίνακες εικονίζονται οι σκηνές: Βρεφοκτονία, Γέννηση του Χριστού, Μυστικός Δείπνος, Άγια των Αγίων, Συμπόσιο του Ηρώδη και Εις ΄Αδου Κάθοδος. Στο δυτικό τοίχο εικονίζεται η Σταύρωση, και από ‘ κάτω οι τιμωρίες των κολασμένων. Στους κάτω τοίχους ολόσωμοι αυστηροί άγιοι (ξεχωρίζει ο Άγιος Γεώργιος).
Στο βορειοδυτικό πεσσό εικονίζεται ο δημοφιλής στην Κρήτη δυτικός Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης.
Το νότιο κλίτος χρονολογείται στο 14. αϊ. και οι τοιχογραφίες που είναι από τις πιο σημαντικές στην Κρήτη, ανήκουν στην Παλαιολόγε ι σ αναγέννηση, στη Μακεδονική Σχολή, που έχει σχέση με το Μυστρά. οι μορφές εικονίζονται ζωγραφισμένες με καθαρές γραμμές σε ευρύχωρα πλαίσια. Σε δεκατέσσερις ορθογώνιους πίνακες σε δύο ζώνες εικονίζονται σκηνές από Το Βίο της Αγίας Άννα και της Παναγίας, από τα θεομητορικά απόκρυφα ευαγγέλια, που δεν συνηθίζονται στη βυζαντινή ζωγραφική: η Οικία του Ιωακείμ, η Προσευχή της Άννας, η Γέννηση της Θεοτόκου, το Ύδωρ της Ελέγξεως, η θλίψη του Ιωσήφ και η Θεοτόκος Πύλη Κεκελεισμένη. Στο τεταρτοσφαίριο εικονίζεται η Αγία Άννα ως Πλατυτέρα. Στο δυτικό τοίχο είναι η χορηγική και κτητορική τοιχογραφία με την επιγραφή: “Χωρίον της Κριτζέας και Αντώνιος Λαμέρας.
Στο βόρειο κλίτος (του 14. αϊ.) εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτωρ και από κάτω οι συλλειτουργούσες Αρχιερείς και οι ένθρονοι Απόστολοι. Στο βόρειο τοίχο εικονίζεται η οικογένεια του κτήτορα Γ. Μαζηζάνη, ενδιαφέρουσες προσωπογραφίες με τη χαρακτηριστική ενδυμασία της εποχής Στην καμάρα απεικονίζεται με μεγαλειώδη και αποκαλυπτικό τρόπο η μεγάλη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας ( Απόστολοι, τάγματα αγγέλων, μάρτυρες και όσιοι, ο Άγγελος που σαλπίζει την έλευση του Χριστού, η γη και η θάλασσα προσωποποιημένες που αποδίδουν στην κρίση τους νεκρούς τους, η Ψυχοστασία, οι κολασμένοι και ο πολυσύνθετος φυσιοκρατικά ζωγραφισμένος Παράδεισος. (Clab.gr)
Τάπες
Δυτικά του κάμπου των Λακωνίων, σε υψόμετρο πάνω από 500 μ.φωλιασμένες στα βράχια είναι κτισμένες οι Τάπες, ένα από τα αρχαιότερα χωριά με συνεχή παρουσία από τα Μινωικά χρόνια. Διατηρούν ακόμα τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του κρητικού χωριού, με κύρια ασχολία την κτηνοτροφία.
Ένα από τα αρχαιότερα χωριά του Μεραμπέλλου. Σε έγγραφο του 1577 αναφέρεται σαν Tapes και του 1580 σαν Tappes (με 107 κατοίκους) Το όνομα πιθανόν να προέρχεται από το Τάπης (λατινικό Tapes δηλαδή υπόστρωμα, χαλί) και ίσως έχει μορφολογική προέλευση. Κατά τον Απόστολο Μακράκη, το όνομαίσως έχει σχέση με τη λέξη «πέρασμα» καθώς ένα σημαντικό μονοπάτι ξεκινούσε από το Μέσα Λασήθι, περνούσε κάτω από τη Τζίβι και τη Πηγή Κυνηγού για να καταλήξει στα «Χάνια» των Ταπών. Στις περιοχές Μικρός και Μεγάλος Κάστελος και στη θέση Καμάρες υπάρχουν λείψανα Μινωικών οικισμών(πιθανότατα στη περιοχή υπήρχαν εργοστάσια Πηλοπλαστικής).