Η μνήμη μπορεί να είναι οδυνηρή αλλά είναι και χάρισμα.
Η μνήμη των γεγονότων της ιστορίας μας, είναι το ισχυρότερο αμυντήριό μας. Αυτό που μας κράτησε στους αιώνες με τη διαχρονική ψυχή του, το «εμείς» του Μακρυγιάννη.
Η 14η Σεπτεμβρίου έχει κηρυχθεί από την Ελληνική Βουλή ως η «Ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Είναι η ημέρα μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή του Αυγούστου – Σεπτεμβρίου του 1922, με την απώλεια και τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Θύματα παγκόσμιων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, εκδιώχθηκαν βίαια από την τρισχιλιετή τους Πατρίδα, στην απέναντι ακτή του Αιγαίου και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην αγκαλιά της Μητέρας Ελλάδας.
Μετά από αιώνες υπό το οθωμανικό-τουρκικό στοιχείο, οι Μικρασιάτες αδερφοί μας πίστεψαν ότι είχε έρθει και γι’ αυτούς η ώρα της Ανάστασης. Όμως, μετά από μια σύντομη παρένθεση λευτεριάς ξεκίνησε το δράμα του ξεριζωμού, της προσφυγιάς. Σε μια στιγμή, όλος ο κόσμος τους γκρεμίστηκε.
Με τον ερχομό των Μικρασιατών αδελφών μας στην Ελλάδα, οι ντόπιοι τους αντιμετώπισαν την πρώτη περίοδο με καχυποψία. Όμως η συνέχεια υπήρξε διαφορετική.
Οι κατατρεγμένοι έσφιξαν τα δόντια κι έκαναν υπομονή. Η Πατρίδα υπέρβαλέ εαυτής. Κι οι ντόπιοι σιγά-σιγά μαλάκωσαν. Και τότε το αρχικά λογιζόμενο ως «ξένο σώμα» ρίζωσε και άνθισε και κάρπισε. Το πνεύμα της Μικράς Ασίας μεταλαμπαδεύτηκε στην Ελλάδα κι έλαμψε ο πολιτισμός της, οι παραδόσεις της και η αρχοντιά της.
Η φτωχή Ελλάδα πλούτισε και μεγάλωσε, χωρίς να αλλάξουν τα όριά της, πλούτισε σε ανθρώπους – υπέροχους ανθρώπους και μεγάλωσε σε προκοπή και παραγωγικές δυνάμεις.
Για τον σύγχρονο Έλληνα, η καθ’ ημάς Ανατολή έχει γίνει μια μνήμη που τον εμπνέει …
Γράφει ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας («Αίνος και Θρήνος»):
«Όλα μας τα καράβια πίσω γυρίσανε!
σπασμένα τα κατάρτια, σκισμένα τα πανιά,
ήρθαν από τη Σμύρνη κι από τα Μουντανιά.
Φέραν των εκκλησιών μας τα δισκοπότηρα,
παιδιά, γυναίκες, γέρους – γένος Γραικών πολύ·
τις ρίζες της φυλής μας απ’ την Ανατολή.
Μα ένα καράβι μαύρο πίσω δεν γύρισε.
Ποιους κάβους αρμενίζει, ποια πέλαγα περνά,
και πουθενά δε βγαίνει, δε φτάνει πουθενά;
Χρόνια το καρτερούμε και χρόνια πέρασαν.
Δεν το είδε μήτε ναύτης, μήτε θαλασσαετός,
μήτ’ ερημίτης φάρος, μήτ’ άστρο της νυχτός!
Τάχα να ’χει βουλιάξει, τάχα να στοίχειωσε;
Δεν θα ξανάρθει τάχα στην πατρική του αχτή;
Ωιμέ! κι έχει φορτώσει το πιο ακριβό φορτί.
Όλα τα χάσαμε, όλα! Και μόνο φόρτωσε
το πιο στερνό καράβι την ώρα του χαμού
φόρτωσε την ελπίδα του ξαναγυρισμού.
Έλα, χρυσό καράβι, έλα ξεφόρτωσε!
Δώσ’ μας το θησαυρό σου – κι άνοιξε τα πανιά
ολόισια για τη Σμύρνη και για τα Μουντανιά».